δερματοσκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δερματοσκόπηση | οι | δερματοσκοπήσεις |
γενική | της | δερματοσκόπησης* | των | δερματοσκοπήσεων |
αιτιατική | τη | δερματοσκόπηση | τις | δερματοσκοπήσεις |
κλητική | δερματοσκόπηση | δερματοσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δερματοσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δερματοσκόπηση θηλυκό
- (ιατρική) διαγνωστική μέθοδος επισκόπησης της επιφάνειας ή και των βαθύτερων στοιβάδων του δέρματος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- δερματοσκόπιο
- → δείτε τις λέξεις δέρμα και σκοπός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δερματοσκόπηση