δερματοσκόπηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δερματοσκόπηση οι δερματοσκοπήσεις
      γενική της δερματοσκόπησης* των δερματοσκοπήσεων
    αιτιατική τη δερματοσκόπηση τις δερματοσκοπήσεις
     κλητική δερματοσκόπηση δερματοσκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δερματοσκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δερματοσκόπηση < δέρμα + -ο- + -σκόπηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δερματοσκόπηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]