διάνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διάνος | οι | διάνοι |
γενική | του | διάνου | των | διάνων |
αιτιατική | τον | διάνο | τους | διάνους |
κλητική | διάνε | διάνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάνος < ινδιάνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διάνος αρσενικό
- (πτηνό) (παρωχημένο) γαλοπούλα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- φουσκώνει σαν διάνος: υπερηφανεύεται, κορδώνεται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διάνος
|