διαιθυλαιθέρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαιθυλαιθέρας οι διαιθυλαιθέρες
      γενική του διαιθυλαιθέρα των διαιθυλαιθέρων
    αιτιατική τον διαιθυλαιθέρα τους διαιθυλαιθέρες
     κλητική διαιθυλαιθέρα διαιθυλαιθέρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαιθυλαιθέρας < δι- + αιθυλ- + αιθέρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαιθυλαιθέρας αρσενικό

  • (χημεία) οργανική ένωση (αιθέρας) με χημικό τύπο C4H10O και σύντομο συντακτικό τύπο CH3CH2OCH2CH3, που γράφεται επίσης συντομογραφικά Et2O

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]