διαισθησιαρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαισθησιαρχία < διαίσθηση + -αρχία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική intuitionalisme)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαισθησιαρχία θηλυκό
- (φιλοσοφία) η κυριαρχία της διαίσθησης ως φιλοσοφική θεωρία και πρακτική προσέγγισης της γνώσης και της αλήθειας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαισθησιαρχία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)