διαμεσόγαμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαμεσόγαμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική diamesogama < αρχαία ελληνική διάμεσος + γαμέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαμεσόγαμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (βοτανική) που τα μέσα γονιμοποίησής τους δεν κινούνται από μόνα τους, αλλά μεταφέρονται με το αέρα, το νερό ή άλλο τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαμεσόγαμα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)