διασαφητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασαφητής < διασάφη(ση) + -τής < διασαφώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διασαφητής αρσενικό (θηλυκό διασαφήτρια)
- αυτός που εκτελωνίζει, ο εκτελωνιστής, το «πρόσωπο που υπογράφει ή επ' ονόματι του οποίου υπογράφεται η διασάφηση την εμπορευμάτων»(eur-lex.europa.eu, 2003)
- άλλες μορφές: διασαφιστής (< διασαφίζω)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Τα επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρησιμοποιούν και τις δύο μορφές:
- διασαφητής (eur‑lex, 2011) από το διασάφηση, διασαφώ
- και διασαφιστής (eur-lex.europa.eu, 2003) από το διασάφιση, διασαφίζω