διδασκάλια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ διδασκάλι
      γενική τῶν διδασκαλίων
      δοτική τοῖς διδασκαλίοις
    αιτιατική τὰ διδασκάλι
     κλητική ! διδασκάλι
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διδασκάλια < διδασκάλιον < διδάσκαλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διδασκάλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (ελληνιστική κοινή), (εκπαίδευση) ο μισθός του δασκάλου
    ἀπαλλαγεὶς γὰρ ἐκείνου τοῦ βίου γάμῳ προσέσχε, Φουλβίαν ἀγαγόμενος τὴν Κλωδίῳ τῷ δημαγωγῷ συνοικήσασαν, οὐ ταλασίαν οὐδ' οἰκουρίαν φρονοῦν γύναιον οὐδ' ἀνδρὸς ἰδιώτου κρατεῖν ἀξιοῦν, ἀλλ' ἄρχοντος ἄρχειν καὶ στρατηγοῦντος στρατηγεῖν βουλόμενον, ὥστε Κλεοπάτραν διδασκάλια Φουλβίᾳ τῆς Ἀντωνίου γυναικοκρασίας ὀφείλειν, πάνυ χειροήθη καὶ πεπαιδαγωγημένον ἀπ' ἀρχῆς ἀκροᾶσθαι γυναικῶν παραλαβοῦσαν αὐτόν. (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Αντώνιος, 10, 5-7)

Συνώνυμα[επεξεργασία]