διδυμογονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διδυμογονία θηλυκό
- η δημιουργία ή η γέννηση διδύμων
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διδυμογονία
|