διοχέτευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διοχέτευση | οι | διοχετεύσεις |
γενική | της | διοχέτευσης* | των | διοχετεύσεων |
αιτιατική | τη | διοχέτευση | τις | διοχετεύσεις |
κλητική | διοχέτευση | διοχετεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διοχετεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διοχέτευση < διοχετεύ(ω) + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διοχέτευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διοχετεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διοχέτευση