δοξαστικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δοξαστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δοξαστικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δοξαστικό ουδέτερο
- (θρησκεία) ιδιόμελο του οποίου προτάσσεται ο στίχος «Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι»
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δοξαστικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
δοξαστικό
- αιτιατική ενικού του δοξαστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δοξαστικός