δυσενδοκρινία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσενδοκρινία < δυσ- + ενδοκρινία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυσενδοκρινία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσενδοκρινία
|