εαρινοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εαρινοποίηση | οι | εαρινοποιήσεις |
γενική | της | εαρινοποίησης* | των | εαρινοποιήσεων |
αιτιατική | την | εαρινοποίηση | τις | εαρινοποιήσεις |
κλητική | εαρινοποίηση | εαρινοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εαρινοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εαρινοποίηση < εαρινός (< έαρ) + -ο- + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική vernalization)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εαρινοποίηση θηλυκό
- (βοτανική) η έκθεση των φυτών σε μέτρια χαμηλές θερμοκρασίες, ώστε να επιταχυνθεί η ανθοφορία τους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εαρινοποίηση
|