εαρινοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εαρινοποίηση οι εαρινοποιήσεις
      γενική της εαρινοποίησης* των εαρινοποιήσεων
    αιτιατική την εαρινοποίηση τις εαρινοποιήσεις
     κλητική εαρινοποίηση εαρινοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εαρινοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εαρινοποίηση < εαρινός (< έαρ) + -ο- + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική vernalization)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εαρινοποίηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]