εκκινητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκκινητής < εκκινώ + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική starter)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκκινητής αρσενικό
- (νεολογισμός) το σύστημα εκκίνησης ενός κινητήρα