εκφραστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκφραστής αρσενικό (θηλυκό: εκφράστρια)
- αυτός που με ποικίλους τρόπους (το έργο του, τις απόψεις του κ.λπ.) εκφράζει ή προβάλλει τις αντιλήψεις ή απόψεις ενός ευρύτερου συνόλου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εκφράζω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκφραστής