εμπυρομαντεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπυρομαντεία < ελληνιστική κοινή ἐμπυρόμαντις + -εία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμπυρομαντεία θηλυκό
- (θρησκεία) προσπάθεια πρόβλεψης του μέλλοντος βασιζόμενη στην παρατήρηση της καύσης των προσφορών των πιστών στους θεούς τους, των εμπύρων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις πυρομάντης, έμπυρος, πυρ και μάντης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπυρομαντεία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)