ενδοσύνδεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενδοσύνδεση | οι | ενδοσυνδέσεις |
γενική | της | ενδοσύνδεσης* | των | ενδοσυνδέσεων |
αιτιατική | την | ενδοσύνδεση | τις | ενδοσυνδέσεις |
κλητική | ενδοσύνδεση | ενδοσυνδέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενδοσυνδέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενδοσύνδεση < ενδο- + σύνδεση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interconnect)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενδοσύνδεση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενδοσύνδεση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ενδο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)