ενδοτοξίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδοτοξίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική endotoxin < αρχαία ελληνική ἔνδον + τόξον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενδοτοξίνη θηλυκό
- (βιολογία) λιποπολυσακχαρίτης ο οποίος αποτελεί τμήμα του κυτταρικού τοιχώματος των Gram- αρνητικών βακτηρίων και προσδένεται στους υποδοχείς CD14 των λευκοκυττάρων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)