ενθουσιαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενθουσιαστής < ενθουσιάζω + -τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενθουσιαστής αρσενικό (θηλυκό: ενθουσιάστρια)
- (σπάνιο) αυτός που ενθουσιάζει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενθουσιαστής
|