ενθυλάκωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενθυλάκωση | οι | ενθυλακώσεις |
γενική | της | ενθυλάκωσης* | των | ενθυλακώσεων |
αιτιατική | την | ενθυλάκωση | τις | ενθυλακώσεις |
κλητική | ενθυλάκωση | ενθυλακώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενθυλακώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενθυλάκωση < ενθυλακώνω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενθυλάκωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενθυλακώνω
- (πληροφορική, αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η τεχνική της ενσωμάτωσης σε δομή δεδομένων (πχ. αντικείμενο) των λειτουργιών (πχ. μέθοδοι) που διαχειρίζονται τα δεδομένα της
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενθυλάκωση