εξολόθρευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξολόθρευση οι εξολοθρεύσεις
      γενική της εξολόθρευσης* των εξολοθρεύσεων
    αιτιατική την εξολόθρευση τις εξολοθρεύσεις
     κλητική εξολόθρευση εξολοθρεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξολοθρεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξολόθρευση < ελληνιστική κοινή ἐξολόθρευσις / ἐξολέθρευσις < ἐξολοθρεύω / ἐξολεθρεύω < αρχαία ελληνική ὄλεθρος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ksoˈlo.θɾef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξο‐λό‐θρευ‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξολόθρευση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]