επένδυμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επένδυμα τα επενδύματα
      γενική του επενδύματος των επενδυμάτων
    αιτιατική το επένδυμα τα επενδύματα
     κλητική επένδυμα επενδύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επένδυμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπένδυμα (πανωφόρι) λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική épendyme[1] → δείτε  επ-, ένδυμα, ενδύω
Tομή του κεντρικού καναλιού του νωτιαίου μυελού που απεικονίζει επενδυματικά και νευρογλοιακά κύτταρα.
Επένδυμα: φωτομικρογραφία φυσιολογικών επενδυμικών κυττάρων σε μεγέθυνση 400× από ανθρώπινο ιστό για αυτοψία.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈpen.ði.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πέν‐δυ‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επένδυμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ένδυμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]