επανέλεγχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | επανέλεγχος | οι | επανέλεγχοι |
γενική | του | επανέλεγχου & επανελέγχου |
των | επανέλεγχων & επανελέγχων |
αιτιατική | τον | επανέλεγχο | τους | επανέλεγχους & επανελέγχους |
κλητική | επανέλεγχε | επανέλεγχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επανέλεγχος αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επανέλεγχος
|