επανακαθορισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επανακαθορισμός < επανακαθορίζω + -μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επανακαθορισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επανακαθορίζω, η επανάληψη του καθορισμού από την αρχή
- Επανακαθορισμός των ορίων αιγιαλού - παραλίας στη θέση... (από ΦΕΚ)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επανακαθορισμός
|