επαρχοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαρχοποίηση οι επαρχοποιήσεις
      γενική της επαρχοποίησης* των επαρχοποιήσεων
    αιτιατική την επαρχοποίηση τις επαρχοποιήσεις
     κλητική επαρχοποίηση επαρχοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαρχοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επαρχοποίηση < έπαρχ(ος) + -ο- + -ποίηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επαρχοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]