επιδειξίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιδειξίας < επίδειξ(η) + -ίας, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exhibitionniste
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιδειξίας αρσενικό
- αυτός που προκαλεί, ιδίως με την επίδειξη των γεννητικών του οργάνων
- (ιατρική) αυτός που πάσχει από επιδειξιομανία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιδειξίας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίας (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)