επιδικία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιδικία < επίδικος + -ία < αρχαία ελληνική ἐπίδικος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιδικία θηλυκό
- (νομικός όρος) το να είναι κάτι επίδικο, η ιδιότητα του επίδικου
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιδικία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)