επιμετρητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιμετρητής < επιμετρώ + -τής < αρχαία ελληνική ἐπιμετρέω / ἐπιμετρῶ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιμετρητής αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που πραγματοποιεί επιμέτρηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιμετρητής