επιπολαιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιπολαιότητα < επιπόλαι(ος) + -ότης > -ότητα (μαρτυρείται από το 1816)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.po.leˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐πο‐λαι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιπολαιότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του επιπόλαιου, το να ενεργεί κανείς χωρίς σκέψη
- (συνεκδοχικά) κάθε ενέργεια ή λόγος που είναι επιπόλαιος ή γίνεται επιπόλαια