επισκληριδοσκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επισκληριδοσκόπηση | οι | επισκληριδοσκοπήσεις |
γενική | της | επισκληριδοσκόπησης* | των | επισκληριδοσκοπήσεων |
αιτιατική | την | επισκληριδοσκόπηση | τις | επισκληριδοσκοπήσεις |
κλητική | επισκληριδοσκόπηση | επισκληριδοσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισκληριδοσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επισκληριδοσκόπηση < επισκληρίδιος + -ο- + -σκόπηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική epiduroscopy)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επισκληριδοσκόπηση θηλυκό
- (ιατρική) ελάχιστα επεμβατική μέθοδος κατά την οποία με επισκληριδοσκόπιο γίνεται προσπάθεια διάγνωσης πόνων που σχετίζονται με τη σπονδυλική στήλη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επισκληριδοσκόπηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σκόπηση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)