επισκληριδοσκόπηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισκληριδοσκόπηση οι επισκληριδοσκοπήσεις
      γενική της επισκληριδοσκόπησης* των επισκληριδοσκοπήσεων
    αιτιατική την επισκληριδοσκόπηση τις επισκληριδοσκοπήσεις
     κλητική επισκληριδοσκόπηση επισκληριδοσκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισκληριδοσκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επισκληριδοσκόπηση < επισκληρίδιος + -ο- + -σκόπηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική epiduroscopy)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επισκληριδοσκόπηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]