επιστέγασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιστέγασμα < επιστεγάζω + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιστέγασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επιστεγάζω
- επιστέγασμα της σκληρής του δουλειάς ήταν να ανταμειφθεί πλουσιοπάροχα.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιστέγασμα