επιστημονιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιστημονιστής οι επιστημονιστές
      γενική του επιστημονιστή των επιστημονιστών
    αιτιατική τον επιστημονιστή τους επιστημονιστές
     κλητική επιστημονιστή επιστημονιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιστημονιστής < μονισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιστημονιστής αρσενικό

  • ο ασχολούμενος αποκλειστικά με την επιστημονική θεώρηση των πραγμάτων


Μεταφράσεις[επεξεργασία]