επιταχυνσιογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιταχυνσιογράφος < επιτάχυνση + -ο- + -γράφος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιταχυνσιογράφος αρσενικό
- συσκευή ή όργανο που καταγράφει κάποιου είδους επιτάχυνση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιταχυνσιογράφος
|