επωάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπῳάζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επωάζω < αρχαία ελληνική ἐπῳάζω < ἐπί + ᾠόν (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική incuber)

Ρήμα[επεξεργασία]

επωάζω (παθητική φωνή: επωάζομαι)

  1. (βιολογία) συμβάλλω ή συμμετέχω στη διαδικασία που περιλαμβάνει τη γονιμοποίηση και το κλώσημα ενός αβγού καθώς και την ανάπτυξη και εκκόλαψη του νεοσσού
  2. (ιατρική) συμβάλλω ή συμμετέχω στη διαδικασία που περιλαμβάνει την εισαγωγή μικροβίων σε οργανισμό μέχρι την εμφάνιση της νόσου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]