επωαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | επωαστής | οι | επωαστές |
γενική | του | επωαστή | των | επωαστών |
αιτιατική | τον | επωαστή | τους | επωαστές |
κλητική | επωαστή | επωαστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επωαστής αρσενικό
- άλλη μορφή του επωαστήρας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επωαστής
|