επωαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επωαστικός < αρχαία ελληνική ἐπῳαστικός
Επίθετο[επεξεργασία]
επωαστικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επωαστικός
|