ερέθισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερέθισμα < αρχαία ελληνική ἐρέθισμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ερέθισμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ερεθίζω.