ετερογαμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετερογαμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hétérogamie < αρχαία ελληνική ἕτερος + γαμέω. βλ. λέξη ἑτερογαμία μεσαιωνικής περιόδου με διαφορετική σημασία (δεύτερος γάμος).[1][2]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ετερογαμία θηλυκό
- (βιολογία) γονιμοποίηση με ένωση διαφορετικών γαμετών
- (κοινωνιολογία) γάμος μεταξύ ατόμων με μεγάλες κοινωνικές ή άλλες διαφορές
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετερογαμία
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ετερογαμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Κοινωνιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)