ετερογνωσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετερογνωσία < ετερο- + -γνωσία (κατ’ αναλογία με τη λέξη αυτογνωσία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ετερογνωσία θηλυκό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετερογνωσία
|