ετεροφυλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετεροφυλία < ετερόφυλος + -ία < ελληνιστική κοινή ἑτερόφυλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ετεροφυλία θηλυκό
- το να είναι κάποιος ετερόφυλος, …
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετεροφυλία
|