ετερόφυλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἑτερόφυλος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετερόφυλος η ετερόφυλη το ετερόφυλο
      γενική του ετερόφυλου της ετερόφυλης του ετερόφυλου
    αιτιατική τον ετερόφυλο την ετερόφυλη το ετερόφυλο
     κλητική ετερόφυλε ετερόφυλη ετερόφυλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετερόφυλοι οι ετερόφυλες τα ετερόφυλα
      γενική των ετερόφυλων των ετερόφυλων των ετερόφυλων
    αιτιατική τους ετερόφυλους τις ετερόφυλες τα ετερόφυλα
     κλητική ετερόφυλοι ετερόφυλες ετερόφυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ετερόφυλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑτερόφυλος. Συγχρονικά αναλύεται σε ετερό + φύλ(ο) + -ος.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.teˈɾo.fi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐τε‐ρό‐φυ‐λος

Επίθετο[επεξεργασία]

ετερόφυλος, -η, -ο

  1. που ανήκει σε διαφορετικό φύλο [1]
     αντώνυμα: ομόφυλος
  2. που ανήκει σε διαφορετική φυλή [2]
     συνώνυμα: αλλόφυλος
     αντώνυμα: ομόφυλος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ετερόφυλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)