αλλόφυλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλλόφυλος < αρχαία ελληνική ἀλλόφυλος < ἄλλος + φυλή
Επίθετο[επεξεργασία]
αλλόφυλος, -η, -ο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλλόφυλος
|