ευρωχώρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ευρωχώρος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευρωχώρα οι ευρωχώρες
      γενική της ευρωχώρας των ευρωχωρών
    αιτιατική την ευρωχώρα τις ευρωχώρες
     κλητική ευρωχώρα ευρωχώρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευρωχώρα < ευρω- + χώρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ευρωχώρα θηλυκό

  1. (σπάνιο) χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
  2. (σπάνιο) (συνεκδοχικά) το σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
    ※  Η γερμανική οικονομία είναι στάσιμη, ο αριθμός των ανέργων ανεβαίνει. Ταυτόχρονα, ο πληθωρισμός είναι χαμηλότερος από το μέσο όρο στην Ευρωχώρα. (εφ. Καθημερινή, 13/11/2001)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]