εφαψίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εφαψίας | οι | εφαψίες |
γενική | του | εφαψία | των | εφαψιών |
αιτιατική | τον | εφαψία | τους | εφαψίες |
κλητική | εφαψία | εφαψίες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφαψίας < αρχαία ελληνική ἔφαψις + -ίας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εφαψίας αρσενικό
- (ψυχιατρική) κάποιος που νιώθει σεξουαλική διέγερση, όταν έρχεται σε απτική επαφή με άλλα άτομα, ανάμεσα σ’ ένα πλήθος ατόμων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εφαψίας
|