ζωνοδέλφινο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζωνοδέλφινο τα ζωνοδέλφινα
      γενική του ζωνοδέλφινου των ζωνοδέλφινων
    αιτιατική το ζωνοδέλφινο τα ζωνοδέλφινα
     κλητική ζωνοδέλφινο ζωνοδέλφινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζωνοδέλφινο < ζώνη + -ο- + δελφίνι + -ο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /zo.noˈðel.fi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζω‐νο‐δέλ‐φι‐νο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζωνοδέλφινο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]