ηθογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηθογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που περιγράφει ανθρώπινους χαρακτήρες
- ο πεζογράφος που ασχολείται με την ηθογραφία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηθογράφος
|