ηλεκτρόδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ηλεκτρόδιο | τα | ηλεκτρόδια |
γενική | του | ηλεκτρόδιου & ηλεκτροδίου |
των | ηλεκτρόδιων & ηλεκτροδίων |
αιτιατική | το | ηλεκτρόδιο | τα | ηλεκτρόδια |
κλητική | ηλεκτρόδιο | ηλεκτρόδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλεκτρόδιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλεκτρόδιο ουδέτερο
- κομμάτι αγώγιμου υλικού το οποίο είναι άκρο ηλεκτρικού αγωγού