ηχοληψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηχοληψία θηλυκό
- η ποιοτικότερη κατά το δυνατόν λήψη ήχων για την καταγραφή τους σε μαγνητικά ή άλλα μέσα, πχ για την παραγωγή ενός δίσκου μουσικής ή τις ανάγκες ενός κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου
- (κατ' επέκταση) οι σπουδές και το πεδίο μελέτης της ηχοληψίας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηχοληψία