ηχοπέτασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηχοπέτασμα τα ηχοπετάσματα
      γενική του ηχοπετάσματος των ηχοπετασμάτων
    αιτιατική το ηχοπέτασμα τα ηχοπετάσματα
     κλητική ηχοπέτασμα ηχοπετάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηχοπέτασμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ηχοπέτασμα ουδέτερο

  • μεγάλη κάθετη επιφάνεια, από ελαφρύ συνήθως υλικό, που χρησιμοποιείται για να μειώνει την ένταση των ήχων που προέρχονται από την κίνηση στους αυτοκινητόδρομους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]