θέσφατο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θέσφατο | τα | θέσφατα |
γενική | του | θεσφάτου & θέσφατου |
των | θεσφάτων |
αιτιατική | το | θέσφατο | τα | θέσφατα |
κλητική | θέσφατο | θέσφατα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θέσφατο < αρχαία ελληνική θέσφατα < πληθυντικός ουδετέρου του επιθέτου θέσφατος < θεός + φημί (=λέγω). κατ' αντιστοιχία με άλλες λέξεις (π.χ. θεσπέσιος< *θέσ-σπε-τος< θεός + ἐννέπω) με χρήση του αρχαϊκού θέματος *θεσ-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θέσφατο ουδέτερο
- λόγος θεϊκός, χρησμός, θεϊκή απόφαση
- η άποψη ή ένα επιχείρημα, που περιβάλλεται από κύρος και σεβασμό, σαν να έχει ειπωθεί από τον Θεό.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θέσφατο