θεματοθέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεματοθέτης αρσενικό (θηλυκό: θεματοθέτρια)
- (νεολογισμός) αυτός που θέτει το θέμα σε κάποιες εξετάσεις ή διαγωνισμούς
- Η «κεντρική ιδέα» που υπόκειται στο παράθεμα (ο πολιτισμός του καθημερινού βίου είναι τόσο σημαντικός όσο και οι κλασικές εκδοχές της λεγόμενης «ανώτερης» πολιτισμικής δραστηριότητας) είναι γενικά ορατή· ωστόσο οι «σχολαστικοί» της εκφραστικής αρτιότητας και οι «υποχονδριακοί» της λογικής σαφήνειας διατηρούν το δικαίωμα να αναρωτηθούν αν το συγκεκριμένο παράθεμα στο σύνολό του ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να επιλέξουν οι θεματοθέτες. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- θεματοθέτρια
- → δείτε τις λέξεις θέμα και θέτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεματοθέτης
|